- αεραγωγός
- ο воздухопровод; вентиляционный канал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεραγωγός — ο 1. αυτός διά τού οποίου μεταφέρεται, διοχετεύεται ο αέρας 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεραγωγός οπή, σωλήνας ή συσκευή διοχετεύσεως ατμοσφαιρικού αέρα σε κλειστό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + αγωγός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airduct] … Dictionary of Greek
αεραγωγός — ο σωλήνας ή τρύπα από τα οποία διοχετεύεται αέρας σε ανθρακωρυχεία, πηγάδια και γενικά σε κλειστούς χώρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
ανεμοδόχος — ο αεραγωγός, κύλινδρος από λαμαρίνα ή άλλο υλικό με τον οποίο ανανεώνεται ο αέρας στο αμπάρι του πλοίου, στα μεταλλεία κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)